παραισθησιογόνος

παραισθησιογόνος
-ο 1. αυτός που προκαλεί παραισθήσεις
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παραισθησιογόνα
(ιατρ.-φαρμ.) φαρμακολογικές ουσίες τών οποίων η λήψη προκαλεί σημαντικές παροδικές αλλαγές τής αντίληψης, τών διεργασιών τής σκέψης και τής ψυχικής διάθεσης, ουσίες που κατατάσσονται σε τέσσερεις κατηγορίες, στις ενδόλες και τα παράγωγά τους, όπως είναι το λυσεργικό οξύ ή LSD και τα παράγωγα τής θρυπταμίνης, στις μεσκαλίνες και τα παράγωγα τών αμφεταμινών, στους εστέρες και τα συγγενή τής ατροπίνης και στα κανναβοειδή, όπως είναι το χασίς και η μαριχουάνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραισθησία + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ελ Ες Ντι — (LSD). Συνθετική παραισθησιογόνος ουσία. Πρόκειται για τη διαιθυλαμίδη του λυσεργικού οξέος, παραισθησιογόνο που παρασκευάστηκε συνθετικά στο εργαστήριο το 1938 και κατόπιν ανακαλύφθηκε στη γύρη φυτού. Σε υγρή μορφή εμποτίζεται σε μικρά κομμάτια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”