- παραισθησιογόνος
- -ο 1. αυτός που προκαλεί παραισθήσεις2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παραισθησιογόνα(ιατρ.-φαρμ.) φαρμακολογικές ουσίες τών οποίων η λήψη προκαλεί σημαντικές παροδικές αλλαγές τής αντίληψης, τών διεργασιών τής σκέψης και τής ψυχικής διάθεσης, ουσίες που κατατάσσονται σε τέσσερεις κατηγορίες, στις ενδόλες και τα παράγωγά τους, όπως είναι το λυσεργικό οξύ ή LSD και τα παράγωγα τής θρυπταμίνης, στις μεσκαλίνες και τα παράγωγα τών αμφεταμινών, στους εστέρες και τα συγγενή τής ατροπίνης και στα κανναβοειδή, όπως είναι το χασίς και η μαριχουάνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παραισθησία + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.